Σήμερα, η κρίση δεν έχει αγγίξει τη Γαλλία με τον ίδιο τρόπο όπως τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες π.χ την Ελλάδα, την Ιταλία, την Ισπανία, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία κτλ. Αυτό δεν σήμαινει ότι η κρίση δεν θα έρθει ποτέ αλλά επί της παρούσης τα μετρά λιτότητας δεν έχουν μειώσει τους μισθούς κατά το ήμισυ και οι μειώσεις του προϋπολογισμού δεν εμποδίζουν το κράτος να διατηρεί ακόμη μια κάποια ασπίδα κοινωνικής προστασίας ( κοινώνική ασφαλεία, οικογενειακά επιδόματα, επιδόματα ανεργίας, ελάχιστο εισοδήμα, επιδόμα ενοικίασης…)
Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε αρκετούς λόγους έτσι ώστε να καταλάβουμε γιατί η κρίση δεν μας έχει αγγίξει ακόμη ολοσχερώς.
Αναντίρρητα η Γαλλία αποτελεί μια από τις δέκα πρώτες παγκόσμιες οικονομικές δυνάμεις. Ήταν ένα από τα ιδρυτικά κράτη της Ευρωπαϊκης Ένωσης και της Ευρωζώνης και έχει κατά πολύ ευνοήσει την Ενιαία Ευρωπαϊκή Αγορά. Κάθως αποτέλεσε στο παρελθόν μια αποικιακή αυτοκρατορία εποφελείται από τα κέρδη της μέχρι και σήμερα. Γενικά, κατέχει μια θέση σρτατηγικής σημασίας στην παγκοσμία οικονομική σκακιέρα. Η Γαλλία επωφελήθηκε της γενικής αναπτυξής μεταξύ του 1945 και 1973. Οι επιχειρήσεις ευημερούσαν κατά τη διάρκεια των «les trenteglorieuses » (των τριάντα ένδοξων ετών) χάρις σε ένα προλεταριάτο άριστης παραγωγικότητας, εκπαιδευμένο και περιθαλπτόμενο από ένα ισχυρό κράτος, με ένα επίπεδο ζωής σε τακτική άνοδο.
Ας προσθέσουμε εδώ ότι με την έξοδο του δευτέρου παγκόσμιου πολέμου δημιουργήθηκαν μεγάλες δημόσιες επιχειρήσεις (όπως AgenceFrancePresseAFP) και άλλες επιχειρήσεις εθνικοποιήθηκαν, γεγονός το οποίο προστέθηκε στις εθνικοποιήσεις του 1936 για να αποτελεσούν έναν κλοιό δημόσιων επιχειρήσιων, συνεπή και επικερδή. Ότι ονομάζουμε φορντιστικό υποσχετικό : η αύξηση των μισθών σε αντάλλαγμα με μια καλύτερη παραγωγικότητα κάθως και η αύξηση της κατανάλωσης (ή αλλιώς η τέχνη του να δίνεις πολλά και να κερδίζεις περισσότερα ) λειτούργησε αποτελεσματικά στη Γαλλία όπου οι συλλογικές συμβάσεις διαπραγματεύονται από κοινού από τα συνδικάτα των εργοδοτών και των μισθωτών ,σε εθνικό επίπεδο. Σ’αυτές τις διαπραγμάτευσεις, τα συνδικάτα πάντα έχουν παίξει το ρόλο των συνεργατών των αφεντικών διοικώντας το εργατικό δυναμικό και ελέγχοντας τους αγώνες. Τελικά, το γαλλικό κράτος κατέχει πολυάριθμα ατού για να υποστηρίζει αυτές τις λειτουργίες. Με κεντρική εξουσία απ’το 16° αιώνα, εξοπλίστηκε με μια ισχυρή και κατανεμημένη σε όλη την επικράτεια διοίκηση και με μια αποτελεσματική αστυνομία η οποία γνωρίζει καλά πώς να δράσει και διαθέτει έναν εξοπλίσμο ακριβείας. Και όλα αυτά, ενώ παραμένει ακόμη και σήμερα ένα κοινωνικό κράτος, ένα κράτος-πρόνοιας.
Παρ’όλα αυτά η Γαλλία δεν είναι το χωρίο τον Astérix και δεν έχει διαφύγει της γενικής κρίσης του κεφαλαίου και των διαδικασιών της αναδιάρθρωσης που αυτή έχει επιφέρει απ’τη δεκαετία του 70. Επιχειρήσεις μεταφέρονται στον εξωτερικό, άλλες μειώνουν το δυναμικό τους ή κλείνουν τις πόρτες τους, 10% του ενεργού πληθυσμού (δηλωμένου) βρίσκεται στην ανεργία στα τέλη του 2011, το κόστος ζωής αυξάνεται πιο γρήγορα απ ’τους μισθούς, και τα επιδόματα όπως και τα έμμεσα εισοδήματα που προέρχονται από τα κοινωνικά οφέλη τα οποία το κράτος-πρόνοιας είχε υλοποιηθεί περιορίζονται σταδιακά, καταστρέφοντας το υποσχετικό του Φορντισμού. Δημόσιες επιχειρήσεις ιδιωτικοποιούνται και οι δημόσιες υπηρεσίες διοικούνται ολοένα και περισσότερο σαν να αποτελούν κέντρα κερδοσκοπίας.
Επομένως απ’τη δεκαετία του 80, οι αγώνες γίνονται όλο και περισσότερο αμυντικοί : δεν αγωνιζόμαστε πλέον για αύξηση των μισθών αλλά για να εξασφαλίζουμε την εργασία μας, το επίπεδο ζωής μας, και καλύτερες συνθήκες απόλυσης. Παράλληλα με αυτούς τους αγώνες διαπραγμάτευσης (με τους εργοδότες και/ή το κράτος), δημιουργούνται συνεχώς αστικές εξεργέσεις όπως οι λεγόμενες « debanlieue » (των προάστιων) του 2005 που ξέσπασαν λίγο – πολύ παντού μέσα στην χώρα με καθημερινές σύγκρουσεις με την αστυνομία, επιθέσεις εναντίον εμπόρων, πλιατσικα, και εμπρησμούς 300 κτιρίων και 10.000 οχημάτων.
Με αυτόν τον τρόπο, το προλεταριάτο μάχεται σε δύο διαφορετικά επίπεδα . Δηλαδή είτε διεκδικεί με τρόπο πολύ αμυντικό είτε δεν διεκδικεί καθόλου αλλά συγκρούεται απ ’ευθείας με την αστυνομία και τις υποδομές του κράτους, λεηλατώντας και καταστρέφοντας τους εμπορικά καταστήματα, γεγονός το οποίο δύσκολα επιφέρει κάποιο αποτέλεσμα.
Οι πιο εβληματικοί αμυντικοί αγώνες είναι εκείνοι που προηγούνται του κλεισίματος ενός εργοστασίου όπως ο αγώνας των εργατών της Cellatex, το 2000. Αυτοί είχαν απειλήσει ότι θα τινάξουν το εργοστάσιο στον αέρα και ότι θα εξαμολύσουν χιλιάδες λίτρα οξυδίου μέσα στο γειτονικό ποτάμο αν δεν λάμβαναν μια αποζημίωση για την απόλυσή τους μεγαλύτερη από 22.000 ευρώ και ειδικές εγγυήσεις για την εκ νέου απορρόφησή τους. Το μέσο πίεσης που χρησιμοποιήθηκε και το οποίο ξαναχρησιμοποιήθηκε από άλλες επιχειρήσεις που βρίσκονται υπό διάλυση τη δεκαετία που ακολούθησε μοιάζει πάνω απ’ όλα εκθαμβωτικό. Το γεγονός ότι αυτός ο τρόπος δράσης σχετίζεται με την βία των καπιταλιστικών επιθέσεων είναι μέρος της γραμμής του συνδικαλισμού διένεξης και των πρακτικών της άμεσης δράσης.
Τα συνδικατά αν και γνωρίζουν πολύ καλά τα ίδια να εφαρμόζουν αυτές τις πρακτικές με σκοπό να υποστηρίζουν τους κατ’ιδίαν στόχους τους, δεν κατορθώναν πάντοτε να ελέγχουν τις κρατήσεις των διευθυντών στα γραφεία, τις βίαιες καταλήψεις και τις διάφορες καταστροφές που προκαλούνται στην αγορά και στον εργατικό εξοπλισμό από μια « εκτός ελέγχου » βάση. Οι πρακτικές αυτές πολλαπλασιάζονται τα τελευταία χρόνια ταυτόχρονα με τα λουκέτα που μπαίνουν σε χώρους εργασίας. Γι’αυτό τα συνδικατά έχουν πολλά προβλήματα με τη δική τους βάση.
Ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η καπιταλιστική παραγωγικότητα είναι η συνεχής αύξηση των κερδών. Για να μπορέσουμε να ξεπεράσουμε μια κατάσταση κρίσης πρέπει να μειώσουμε ακόμη περισσότερο το παγκόσμιο κόστος εργασίας (αύξηση της παραγωγικότητας, δημιουργίες ζωνών χωρίς φόρους για τις εταιρίες στα φτωχά προάστια, μείωση των φόρων και των κοινωνικών επιβαρύνσεων) και να δώσουμε στην εργασία έναν χαρακτήρα όλο και πιο ευέλικτο και πιο επισφαλή (ωράρια και διάρκεια των συμβολαίων στη θέληση του εργοδότη, αναπληρωματική εργασία, ανάπτυξη της υπεργολαβίας, ανάθεση σε τρίτους και εργαζόμενοι υποχρεωμένοι να δουλεύουν μόνοι τους σπίτι για καποίες εταιρίες…). Συνεπώς, οι διαδοχικές κυβερνήσεις έχουν ως αποστολή να μεταρρυθμίσουν το συμβόλαιο εργασίας και να μειώσουν τα έξοδα που συνδέονται με την αναπαραγωγή του εργατικού δυναμικού (υγεία, εκπαίδευση, συντάξεις και διάφορα επιδόματα).
Στο συμβόλαιο εργασίας μια απ ’τις πιο αξιοσημείωτες μεταρρυθμίσεις αφορά στις συνθήκες συνταξιοδότησης:
Αυτή η μεταρρύθμιση οποία ξεκίνησε το 1993, προκάλεσε το μαχητικό κίνημα του φθινοπώρου του 2010. Από τα τέλη του Μάρτη τα συνδικάτα είχαν ήδη οργανώσει εφτά ημέρες κινητοποίησης και διαδηλώσεων εναντίον αυτής. Τον Οκτώβρη του 2010, ξεκινά μια σειρά από διαδηλώσεις και από καθοδηγούμενες πορείες (οδηγοί και εργαζόμενοι των τρένων και των λεωφορείων, οδηγοί φορτηγών, εργάτες των διυλιστηρίων πετρελαίου, οδοκαθαριστές και υπάλληλοι των δήμων, υπάλληλοι των κυλικείων, εργαζομένοι των παιδικών σταθμών, μαθητές, φοιτητές και καθηγητές..) ,οι οποίες κινητοποιήσεις θα διακρέσουν μέχρι το τέλος του Νοέμβρη.
Η διαμαρτυρία εναντίον της μεταρρύθμισης θα τελειώσει με μια καθολική αποτυχία (και 2.554 σύλληψεις) και η εφαρμογή της θα ακολουθήσει αδιάκοπα την πορεία της. Για πρώτη φορά, ενώ τα προηγούμενα σχέδια μεταρρύθμισης του συμβολαίου εργασίας (όπως για παράδειγμα το « planJuppé » το 1995 ή το « CPE » το 2006 που σημαίνει Πρώτο Συμβόλαιο Εργασίας) είχαν ήδη διακοπεί ή ακυρωθεί υπό την πίεση των αγώνων, αυτή τη φορά το γαλλικό κράτος δεν έκανε καμία υποχώρηση υποδεικνύοντας έτσι ότι κάθε διαμαρτυρία δεν ήταν αποδεκτή.
Οι πολιτικοί στόχοι του κινήματος του 2010 εξαλείφθηκαν κατευθυνόμενοι από τα συνδικατά ,τα οποιά κατάφεραν να κουράσουν τους διαμαρτυρόμενους με 14 ημέρες κινητοποιήσεων μέσα σε 8 μήνες. Αυτό το κίνημα κατάφερε να αποδείξει την αδυναμία του τρόπου με τον οποίο διεξάγονται οι αγώνες και αυτή η αδυναμία γίνεται ακόμη πιο έντονη αν τη συγκρίνουμε με τη βία με την οποία επιτίθεται το κεφαλαιοκρατικό σύστημα πιο έκδηλη σε περιόδους κρίσης φανερά για την προάσπιση μοναχά του κεφαλαίου.
Εν τούτοις, αυτό το κίνημα είδε επίσης να αναπτύσσονται πρακτικές αγώνων πέρα απ’τη άρνηση της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού συστήματος στη βάση της παγκόσμιας αγοράς του κόστους εργασίας η οποία περιλαμβάνει όλα τα απαραίτητα έξοδα όχι μόνο πληρωμής των εργαζομένων αλλά και αυτά που σχετίζονται με το πώς θα παραμείνουν παραγωγικοί (υγεία, εκπαίδευση) με το πώς θα επιβιώσουν οι ίδιοι αλλά και με το πώς θα συντηρήσουν την εστία τους. Γι ΄ αυτό το λόγο επηρέασε το προλεταριάτο με τη γενικότερη χρήση του όρου δηλαδή όχι μόνο την εργατική τάξη αλλά και όλες τις ηλικίες και τις δραστηριότητες οι οποίες σχετίζονται άμεσα με αυτήν τη μεταρρύθμιση.
Η απεργιακή δράση γινόταν αυξητικά πιο δύσκολη και προπάντων οι απεργίες με κατάληψη κτιρίων /εργοστασίων καθώς η μακρόχρονη απουσία μισθού ήταν δυσβάσταχτη όπως και ο συνεχής φόβος απόλυσης ή το ρίσκο στο οποίο εναπόκειτο η επιχείρηση απ ΄ την οποία εξαρτιόνταν οι εργαζόμενοι. Επιπρόσθετα, οι περιορισμοί του δικαιώματος στην απεργία καθώς και η ετερογένεια του στάτους εργασίας μέσα σε μια επιχείρηση είναι άλλοι περιοριστικοί παράγοντες. Είναι επίσης αδύνατο για ένα μέρος του προλεταριάτου να συμμετάσχει στην απεργία (άνεργοι, κοινωνικοί βοηθοί, αναπληρωτές, επισφαλείς εργαζόμενοι, εργαζόμενοι στη μαύρη αγορά εργασίας ή χωρίς χαρτιά). Όλοι οι άνωθεν παράγοντες ευνόησαν την ανάπτυξη
-
Πρακτικών που αποκλείουν τις πύλες εισόδου στα διυλιστήρια και στις χωματερές (χωρίς να σταματήσουν τη λειτουργία των μηχανών όπως είναι περίπλοκη και χρονοβόρα). Για παράδειγμα, υπάλληλοι του δήμου ή της περιφέρειας σε άλλους τομείς συγκεντρώνονται για να μπλοκάρουν μια χωματερή της οποίας οι εργαζόμενοι με αυτόν τον τρόπο αποφεύγουν να δηλωθούν ως απεργοί. Οι <<απεργοί>> καλούν ομάδες ή μεμονωμένα άτομα εκτός του χώρου εργασίας να έρθουν να τους υποστηρίξουν, πράγμα το οποίο τους επιτρέπει είτε να συνδέσουν είτε να αποσυνδέσουν την απεργία και το μπλόκο ελεύθερα, ανοίγει τον τόπο εργασίας και την κολεκτίβα των αγώνων σε όλους.
-
<<γενικών διεπαγγελματικών συνελεύσεων >>, αντί και/ή παρα-συνδικαλιστικών γραφείων που ενσωματώνουν συνδικαλιστές ή μη εργαζόμενους, ανέργους, αναπληρωτές, συνταξιούχους, φοιτητές και όσοι εισπράττουν μόνο τα ελάχιστα κρατικά επιδόματα βοηθείας και προσπαθούν να ενώσουν τις κινητοποιήσεις όχι πλέον μόνο στη βάση ενός επαγγέλματος, μιας ειδικότητας ενός τομέα μιας επιχείρησης. Δυστυχώς αυτές οι γενικές συνελεύσεις έχουν συχνά επινοηθεί από ομάδες της ακροαριστεράς, που τους δίνουν ένα νόημα αβαντγκάρντ οργανωτικού χαρακτήρα.
Επιπλέον, ας προσθέσουμε στα παραπάνω φαινόμενα :
-
Το γεγονός ότι αυτό το κίνημα εμφανίστηκε μαζί με μια σειρά από προγενέστερες και/ή παράλληλες διαμάχες με τις οποίες διεκδικούσαν καλύτερο μισθό και συνθήκες εργασίας κυρίως στα πετρελαϊκά διυλιστήρια και σε διάφορες δημόσιες ή παρα-δημόσιες επιχειρήσεις (όπως π.χ έκαναν οι εργαζόμενοι στα νοσοκομεία του Παρισιού, στο μουσείο του Λούβρου, στα δημόσια αρχεία, οι οδοκαθαριστές, οι εργαζόμενοι του λιμανιού της Μασσαλίας..)
-
Την έντονη κινητοποίηση των μαθητών του Λυκείου, οι οποίοι αν και δεν ανήκα ακόμη στην αγορά εργασίας αντέδρασαν στη μελλοντική εκμετάλλευση , με βία όπου χρειαζόταν (π.χ το πλιάτσικο στο κέντρο της Λυόν, η καταστροφή του εμπορικού δικαστήριου της Nanterre στο δυτικό προάστιο του Παρισιού και 800 εμρησμοί κάδων και 70 οχήματων στην Μασσαλία το τελευταίο σαββατοκύριακο του Νοέμβρη)
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εύκολα καταλαβαίνουμε γιατί ξεπρόβαλε το σλόγκαν « Bloquonsl’économie ». Ακόμη κι αν το σλόγκαν δεν ήταν ακραία επαναστατικό, άρα εύκολα αποδεκτό απ΄ όλους (δεν επρόκειτο για το καταστρέφω την οικονομία) δεν αποδείχθηκε τόσο αποτελεσματικό (η γαλλική οικονομία δεν μπλοκάρισε παρά πολύ μετριοπαθώς), το ενδιαφέρον μετατοπίζεται απ ΄ τις εν μέρει διεκδικήσεις προς ένα γενικό μπλόκο της οικονομίας.
Απ ΄ την πλευρά του κόστους αναπαραγωγής του εργατικού δυναμικού, οι μεταρρυθμίσεις αφορούν τη μείωση των εξόδων της υγείας και της εκπαίδευσης και γενικότερα την κερδοφορία των δημόσιων υπηρεσιών, την αύξηση των κοινωνικών εισφορών και των φόρων τη μείωση ή και την εξάλειψη των ελάχιστων κοινωνικών επιδομάτων. Εάν η υιοθέτηση των μεταρρυθμίσεων σημείωνε πρόοδο απ ΄ τη δεκαετία του ΄80 επιβραδύνεται με την κρίση του 2008, κάνοντας την επιβίωση της πλειοψηφίας του πληθυσμού ολοένα πιο δύσκολη και προπάντων εκείνη των επισφαλών εργαζομένων, των <<εφέδρων >> του εργατικού δυναμικού, των υπεράριθμων εργαζομένων δηλαδή εκείνους τους οποίους το κεφάλαιο δεν έχει πλέον ανάγκη. Για τους τελευταίους, η μόνη ευκαιρία να απασχοληθούν είναι στον τομέα της ανεπίσημης οικονομίας, ο οποίος ωστόσο ανήκει στον τομέα της παγκόσμιας οικονομίας.
Αυτή η κατάσταση προϋποθέτει έναν αυξημένο κοινωνικό κρατικό έλεγχο με μία ενδυνάμωση της καταστολής : το κλείσιμο των συνόρων, η καταδίωξη των εργαζομένων χωρίς χαρτιά, οι τυραννικές συνθήκες όσον αφορά στην απόκτηση ή στη διατήρηση των κοινωνικών επιδομάτων ανεργίας, οι περικοπές στο γκάζι και στην ηλεκτρική ενέργεια και διώξεις των ενοικιαστών όλες τις εποχές, η φυλάκιση των νέων που δεν ακολουθούν τη νόρμα… Γίνονται καθημερινότητα και προκαλούν τακτικά αντιστάσεις και εξεγέρσεις των προλεταρίων οδηγώντας στην αύξηση των οικονομικών τους δυσχερειών και σε μία πανταχού παρούσα καταστολή.